- διαύγασμα
- διαύγασμαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαύγασμα — το (ΑΝ) 1. αμυδρή λάμψη 2. χαραυγή, γλυκοχάραμα … Dictionary of Greek